-
1 μυκάομαι
Aἐμῡκησάμην Ar.Nu. 292
, Theoc.16.37: used by Hom. once in [tense] pres. part., Od.10.413, elsewh. in [dialect] Ep. [tense] aor. μύκον [ῠ], [dialect] Ep. [tense] pf. μέμῡκα (also in A.Supp. 352 (lyr.)): [tense] plpf. ἐμεμύκειν orμεμύκειν Od.12.395
: [dialect] Ep. iterat. μύκεσκε only in EM624.40:—prop. of oxen, low, bellow, ὁ δὲ μακρὰ μεμυκώς [ὁ ταῦρος] Il.18.580;μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος 21.237
;πόριες.. μυκώμεναι Od.10.413
, cf. A.l.c., E.Ba. 738; of a calf, Theoc.l.c.; of Heracles in agony, E.HF 870 (troch.: so comically,ἔβλεψεν δριμὺ κἀμυκᾶτο Ar.Ra. 562
);οἷον μυκτὴρ μυκᾶται Id.V. 1488
;μάτηρ κεφαλὰν μυκήσατο παιδὸς ἑλοῖσα Theoc.26.20
;ὥσπερ λέων μ. Apoc.10.3
.2 of things,πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749
;μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι μύκον 12.460
; of a shield, μέγα δ' ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ rang, 20.260; of meat, ἀμφ' ὀβελοῖσι μεμύκει bellowed upon the spits (a portent), Od.12.395;μέμυκε δὲ γαῖα καὶ ὕλη Hes.Op. 508
;βροντῆς μυκησαμένης Ar.Nu. 292
;κόχλον ἑλὼν μυκήσατο κοῖλον Theoc.22.75
:—rare in Prose, Pl.R. 396b, 615e, Arist.Mete. 368a25.—An [tense] aor. [voice] Act., [τυμπάνου] βαρὺ μυκήσαντος AP6.220.11
(Diosc.). (Onomatopoeic word.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυκάομαι
См. также в других словарях:
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek